σπόγγος — sponge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… … Dictionary of Greek
σπόγγος — ο 1. ζωόφυτο που το πορώδες σώμα του χρησιμοποιείται ως όργανο καθαρισμού, σφουγγάρι. 2. όργανο καθαρισμού του πίνακα στα σχολεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπόγγε — σπόγγος sponge masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγοι — σπόγγος sponge masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγοις — σπόγγος sponge masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγοισι — σπόγγος sponge masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγοισιν — σπόγγος sponge masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγον — σπόγγος sponge masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγου — σπόγγος sponge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόγγους — σπόγγος sponge masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)